διακαθεζομαι

διακαθεζομαι
    διακαθέζομαι
    δια-καθέζομαι
    рассаживаться, усаживаться Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "διακαθεζομαι" в других словарях:

  • διακαθέζομαι — (Α) 1. (για στρατό) καταλαμβάνω τη θέση μου πριν από τη μάχη 2. (για πρόσ.) κάθομαι στη θέση που έχει οριστεί για μένα …   Dictionary of Greek

  • διακαθεζόμενοι — διακαθέζομαι take up position pres part mid masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεκαθέζοντο — διακαθέζομαι take up position imperf ind mid 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακάθημαι — (Α) 1. διακαθέζομαι 2. (για πτηνά) κλωσσάω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»